- ευμίμητος
- εὐμίμητος, -ον (Α)αυτός τον οποίο μπορεί να μιμηθεί κάποιος εύκολα.επίρρ...εὐμιμήτως (ΑΜ)με σωστό μιμητικό τρόπο, με επιτυχημένη μίμηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μιμητός (< μιμούμαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐμιμήτως — εὐμῑμήτως , εὐμίμητος easily imitated adverbial εὐμῑμήτως , εὐμίμητος easily imitated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμίμητον — εὐμί̱μητον , εὐμίμητος easily imitated masc/fem acc sg εὐμί̱μητον , εὐμίμητος easily imitated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)